διωλύγιος

διωλύγιος
διωλύγιος
Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); διωλύγιον acc. to H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; acc. to the sch. on Pl. = περιβόητος and σκοτεινός, i.e. connected with ὀλολυγή and ἠλύγη.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The places in Plato (διωλύγιος φλυαρία and. μήκη διωλύγια) are not clear.
Page in Frisk: 1,402

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διωλύγιος — διωλύγιος, ον (Α) 1. εκτεταμένος, υπερμεγέθης 2. (για ήχο) οξύς, διαπεραστικός …   Dictionary of Greek

  • διωλύγιος — immense masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίων — διωλύγιος immense fem gen pl διωλύγιος immense masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγιον — διωλύγιος immense masc acc sg διωλύγιος immense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίης — διωλύγιος immense fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίους — διωλύγιος immense masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλυγίῳ — διωλύγιος immense masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγια — διωλύγιος immense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγιαι — διωλύγιος immense fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωλύγιοι — διωλύγιος immense masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλύγιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὠλυγιων, σκοτεινῶν, κακῶν, μακρῶν ὀξέων, μεγάλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. ως πρωτότυπο τού διωλύγιος, αβέβαιης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”